-
1 ἐπί-λυσις
ἐπί-λυσις, ἡ, die Lösung, Befreiung wovon, ἐπίλυσιν φόβων δίδου Aesch. Spt. 124; τῶν σοφισμάτων, Auflösung, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 246.
-
2 ἐπίλυσις
ἐπί-λυσις, ἡ, die Lösung, Befreiung wovon; τῶν σοφισμάτων, Auflösung -
3 ἀριθμός
ἀριθμός [ᾰ], (Aἁρ- IG1.164
), ὁ, number, first in Od.,λέκτο δ' ἀριθμόν 4.451
;ἀριθμῷ παῦρα Semon.3
;ἓν ἀριθμῷ Hdt.3.6
;ἀριθμὸν ἕξ Id.1.14
, cf. 50;ἐς τὸν ἀ. τρισχίλια Id.7.97
; πλῆθος ἐς ἀ. the amount in point of number, ib.60;τὸν ἀ. δώδεκα Euphro11.11
;δύο τινὲς ἢ τρεῖς.. εἰς τὸν ἀ. Men.165
;ἔλαττον μήτε ὄγκῳ μήτε ἀριθμῷ Pl.Tht. 155a
; ;σταθμῷ καὶ ἀ. X. Smp.4.45
;δι' ἀ. καὶ μέτρου Plu.Per.16
, cf. E.Tr. 620: prov., λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν 'count the pebbles on the shore', Pi.O.13.46, cf. 2.98; οὐ γιγνώσκων ψήφων ἀριθμούς, of a blockhead, Ephipp. 19;οὔτ' ἀριθμὸν οὔτ' ἔλεγχον.. ἔχων Dionys.Com.3.13
.2 amount, sum,πολὺς ἀ. χρόνου Aeschin.1.78
;ἀ. τῆς ὁδοῦ X.An.2.2.6
; ἀ. [χρυσίου] a sum of money, Id.Cyr.8.2.16.3 ἀριθμῷ, abs., in certain numbers, Hdt.6.58; but by tale,Th.
2.72;ἀ. διδόναι Dionys.Com.3.6
.4 item or term in a series, ;τρίτον ὠδίνων ἀ. Epigr.Gr.574
;ναῦς πολλοὺς ἀ. ἄγνυται ναυαγίων E.Hel. 410
, cf. Arist.Po. 1461b24; τοὺς ἀ. τοῦ σώματος points of the body, Pl.Lg. 668d;τοὺς ἀ. ἑκάστου τῶν νοσημάτων Hp.Acut. 3
;τὸ καλὸν ἐκ πολλῶν ἀ. ἐπιτελεῖσθαι Plu.2.45c
: hence as a mark of completeness,πάντας τοὺς ἀ. περιλαβών Isoc.11.16
; τοῦ καθήκοντος τοὺς ἀριθμούς the sum total of duty, M.Ant.3.1.5 number, account, as a mark of station, worth, rank, μετ' ἀνδρῶν ἵζει ἀριθμῷ takes his place among men, Od.11.449;εἰς ἀνδρῶν μὲν οὐ τελοῦσιν ἀ. E.Fr. 492
;εἰς ἀ. τῶν κακῶν πεφύκαμεν Id.Hec. 1186
; ξενίας ἀριθμῷ πρῶτ' ἔχειν ἐμῶν φίλων in regard of friendship, ib. 794; δειλοὶ γὰρ ἄνδρες οὐκ ἔχουσιν ἐν μάχῃ ἀριθμόν have no account made of them, Id.Fr. 519; οὐδ' εἰς ἀ. ἥκει λόγων she comes not into my account, Id.El. 1054;ἀ. οὐδεὶς οὐδὲ λόγος ἐστί τινος Plu.2.682f
, cf. Call.Epigr.27.6, Orac. ap. Sch.Theoc.14.48.6 mere number, quantity, opp. quality, ταῦτ' οὐκ ἀ. ἐστιν, ὦ πάτερ, λόγων a mere set of words, S.OC 382; of men, οὐκ ἀ. ἄλλως not a mere lot, E.Tr. 476;ἀριθμός, πρόβατ' ἄλλως Ar. Nu. 1203
; sometimes even of a single man, οὐκ ἀριθμὸν ἀλλ' ἐτητύμως ἄνδρ' ὄντα not a mere unit, E.Heracl. 997; also ἀριθμὸν πληροῦν to be a mere cipher, Chor.Milt.66.II numbering, counting, μάσσων ἀριθμοῦ past counting, Pi.N.2.23; esp. in phrases, ἀ. ποιεῖσθαι τῶν νεῶν to hold a muster of.., Hdt.8.7;ποιεῖν X.An.7.1.7
, etc.; παρεῖναι εἰς τὸν ἀ. ib.II; εἴ τι δυνατὸν ἐς ἀ. ἐλθεῖν can be stated in numbers, Th.2.72.III the science of numbers, arithmetic,ἀριθμόν, ἔξοχον σοφισμάτων A.Pr. 459
; ;ἀ. καὶ λογισμὸν εὑρεῖν Pl.Phdr. 274c
, cf. R. 522c: prov.,εἴπερ γὰρ ἀριθμὸν οἶδα E.Fr.360.19
.IV in Philos., abstract number, Arist.Cat. 4b23, Metaph. 990a19, al.; ἀ. μαθηματικός ib. 1090b35; ἀ. οὐσιώδης, opp. τοῦ ποσοῦ, Plot.5.5.4; ἀ. ἑνιαῖος, οὐσιώδης, ἑτεροῖος, Dam.Pr. 228.V Gramm., number, Stoic.3.214, D.T.634.16, A.D.Synt.32.2,al.; cf. ἑνικός, δυικός, πληθυντικός.X sum of numerical values of letters in a name, Apoc.13.17,al.; φιλῶ ἧς ἀριθμὸς φμέ Pompeian Inscr. in Rend.Linc.10(1901).257.XI unit of troops, = Lat. numerus, CIG 5187 (vi A. D.), BGU 673 (vi A. D.), etc.; = legio, Jul.ad Ath.280d, Zos.5.26, PLond. 5.1711.69 (vi A. D.).XII Astrol., mostly in pl., degrees traversed in a given time, Ptol.Tetr. 112, Doroth. in Cat.Cod.Astr.6.107.30; τοῖς ἰδίοις ἀ. at her normal speed, of the moon, Gal.19.531; also of degrees of latitude, Heph.Astr.2.8,3.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριθμός
-
4 ἔξ-οχος
ἔξ-οχος, hervorragend, hervorstehend; Ἀργείων κεφαλὴν ἠδ' εὐρέας ὤμους Il. 3, 227, hervorragend vor den Argivern an Kopf; so oft in übertr. Bdtg, ausgezeichnet, vortrefflich, von Menschen, ἀνήρ Il. 2, 188. 12, 269, ἐξ. ἡρώων 18, 56, bes. ἄλλων, πάντων; von einem Stier, 2, 480, von Ziegen, Od. 21, 266, von leblosen Dingen, τέμενος, ein ausgezeichnetes Landstück, Il. 6, 194. 20, 184; μέγ' ἔξοχα δώματα Od. 1 5, 227. Seltener mit dem dat., Il. 2, 483 Od. 15, 227; verstärkt, μέγ' ἔξοχος Il. 2, 480. 21, 266. Aehnl. Pind. μάντις ἔξ. Ol. 6, 51; αἶσα, πρῶνες, N. 6, 49. 4, 52; compar. ἐξοχώτερος, 3, 124; Aesch. ἔξοχον ἀριϑμὸν σοφισμάτων Prom. 457; ἐξοχώτατοι φρενῶν ἰατρομάντεις Ag. 1605; Soph. frg. 518; εἶδος ἐξοχώτατος, an Gestalt, Eur. Suppl. 889; sp. D. Häufig adv. ἔξοχον u. ἔξοχα, ἔξοχά μιν ἐφίλατο, liebte ihn vorzugsweise, Il. 5, 61; φιλεῖν, ἐχϑαίρειν, Od. 15, 70, ἐμοὶ δόσαν ἔξοχα, mir zur Auszeichnung vor den Uebrigen voraus, 9, 551; ἔξοχα πάντων, am meisten unter Allen, vor Allen, Hom.; auch mit adj., ἔξ. λυγρά Od. 11, 432; den Superlativ verstärkend, ἔξοχ' ἄριστοι, bei weitem die besten, Il. 9, 638 u. öfter; ἔξοχα πλούτου Pind. Ol. 1, 2; ἀνϑρώπων, ἑταίρων, ibd. 1, 23 P. 5, 25; auch ἐξόχως, Ol. 9, 74, wie Eur. Bacch. 1235 – In Prosa erst Sp., wie Plut. μεγέϑει σώματος ἔξ. Γαλατῶν Marc. 7; Hdn. στρατιωτῶν τοὺς ἐξοχωτάτους 7, 1, 16; 2, 12, 10 τῶν ἐν ταῖς ἀρχαῖς ὄντων καὶ τῶν ἐξοχωτάτων τῆς βουλῆς.
-
5 εισβολη
ион. и староатт. ἐσβολή, дор. εἰσβολά ἥ1) вторжение, нападение(εἰς χώραν τινά Her., Thuc., Xen.; ξενικός Eur.)
εἰσβολαὴ σοφισμάτων Arph. — софистические приемы2) вход, проход, доступ(ἐκ τῆς Μακεδονίης ἐς Θεσσαλίην Her.; ἀμήχανος Xen.)
3) место впадения, устье(τῶν ποταμῶν Polyb.)
4) вступление, начало(εἰσβολαὴ γὁων, v. l. λόγων Eur.)
-
6 ἐξανάγω
ἐξανάγω [ᾰγ],A bring out of or up from,ἐ. τινὰ Ἅιδου μυχῶν E. Heracl. 218
:—[voice] Pass., put out to sea, set sail, of persons, Hdt.6.98, al., S.Ph. 571, Th.2.25, etc.; of ships, Hdt.7.194: metaph.,τῆς τῶν ψευσμάτων καὶ σοφισμάτων χώρας -αναχθησόμεθα Ph.1.517
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξανάγω
-
7 ἔξοχος
ἔξοχ-ος, ον,A standing out, jutting,πρῶνες Pi.N.4.52
; ἁφαί Sch.E.Hipp. 530: c. gen., ἔξοχος Ἀργείων κεφαλήν prominent above them, Il.3.227.II more freq. metaph., eminent, excellent,ἔξοχον ἄνδρα Il.2.188
;αἶσα Pi. N.6.47
: [comp] Comp. - ώτερος ib.3.71: [comp] Sup. - ώτατος ib.2.18, A.Ag. 1622, E.Supp. 889;τῶν φίλων τὸν -ώτατον Phld.Lib.p.20O.
; ἐξοχώτατος, = Lat. eminentissimus,ἔπαρχος ογι 640.16
(iii A.D.), POxy.1469.1 (iii A.D.), cf. IG14.2433 (Massilia, iii A.D.);οἱ -ώτατοι τῆς βουλῆς Hdn.2.12.6
.b c. gen., standing out from, raised above, freq. used like a [comp] Sup., most eminent, mightiest,ἔξοχος ἡρώων Il.18.56
;τέμενος τάμον ἔ. ἄλλων 6.194
, etc.;βοῦς ἀγέληφι μέγ' ἔ. ἔπλετο πάντων 2.480
;ἀριθμὸν ἔ. σοφισμάτων A.Pr. 459
;οὐδεὶς ἔ. ἄλλος ἔβλαστεν ἄλλου S.Fr. 591
; ἁπάσης νοῦν τε καὶ ἀνορέαν ἔξοχος ἡλικίας beyond all his contemporaries, IG12.1021.c c. dat., αἶγας.. αἳ πᾶσι μέγ'ἔξοχοι αἰπολίοισιν Od.21.266
, cf. 15.227; also .2 freq. in Hom. in pl., ἔξοχα as Adv. (cf. ὄχα), especially, above others,ὅς κ' ἔ. μὲν φιλέῃσιν, ἔ. δ' ἐχθαίρῃσιν Od.15.70
, cf. Il.5.61;ἔ. λυγρὰ ἰδυῖα Od.11.432
; ἐμοὶ δόσαν ἔ. gave me as a high honour, 9.551: with [comp] Sup., ἔξοχ' ἄριστοι beyond compare the best, Il.9.638, Od.4.629, al.
См. также в других словарях:
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek
Φιλιππίδης, Δανιήλ — (Μηλιές Πηλίου 1750; – Μπάλτσα Βεσσαραβίας 1832). Λόγιος κληρικός και συγγραφέας, από τους κυριότερους εκπροσώπους του ελληνικού διαφωτισμού. Τις στοιχειώδεις σπουδές στο χωριό του συμπλήρωσε αργότερα στην Αθωνιάδα (1779), στη σχολή της Χίου και… … Dictionary of Greek
εξανάγω — (Α ἐξανάγω) [ανάγω] ναυτ. 1. οδηγώ το πλοίο στα ανοιχτά 2. παθ. εξανάγομαι αποπλέω, βγαίνω στ ανοιχτά, ξανοίγομαι στο πέλαγος (α. «ἡνίκα ἐξανηγόμην ἐγώ», Θουκ. β. «πεντεκαίδεκα δὲ τῶν νεῶν τούτων ἔτυχόν τε ὕσταται πολλὸν ἐξαναχθεῑσαι», Ηρόδ.) αρχ … Dictionary of Greek
εμπυρριχίζω — ἐμπυρριχίζω (Α) αλαζονεύω, κομπάζω, υπερηφανεύομαι για κάτι με τρόπο όχι κόσμιο («ἐμπυρριχίζων τῇ τῶν σοφισμάτων στροφῇ», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek
Αλεξίνος — (3ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Ηλεία, μαθητής του Ευβουλίδη, εριστικός και φίλος των σοφισμάτων. Συνέγραψε το έργο Περί αγωγής από το οποίο σώθηκε μόνο ένα απόσπασμα, τα Απομνημονεύματα και τον Παιάνα.Η εριστική του διάθεση στάθηκε αφορμή για… … Dictionary of Greek
Πριγγιλεύς, Νικηφόρος — Λόγιος και ιερομόναχος του 17ου αι. Το κοσμικό του όνομα ήταν Νικόλαος. Σπούδασε στα Γιάννενα κοντά στον Νικ. Κούρσουλα και δίδαξε στην Αθήνα. Έγραψε διάφορα έργα το σπουδαιότερο από τα οποία τιτλοφορείται: Περί ύλης ιατρικής και είναι παράφραση… … Dictionary of Greek
εριστική — (από το έρις = φιλονικία, λογομαχία). Με γενική έννοια, η τέχνη γύρω από τις συζητήσεις και ιδιαίτερα με τη σημασία της επιβολής των απόψεων ενός ατόμου με τη χρησιμοποίηση ειδικών επιχειρημάτων (σοφισμάτων), γι’ αυτό και είναι ταυτόσημη με τη… … Dictionary of Greek
ГАЛЕН — ГАЛЕН (Γαληνός) из Пергама (129, Пергам ок. 210 н. э., Рим), греческий ученый, врач и философ. Жизнь и сочинения. Благодаря своему отцу, архитектору Элию Никону, Г. получил всестороннее образование, с 14 лет начал изучать грамматику,… … Античная философия
Proclus Mallotes — Proclus or Proklos Mallotes ( el. Πρόκλος Μαλλώτης) was a Stoic philosopher and a native of Mallus in Cilicia. According to the Suda he was the author of* A Commentary on the Sophisms of Diogenes (ὑπόμνημα τῶν Διογένους σοφισμάτων) * a treatise… … Wikipedia